θηλιά

θηλιά
η
1. κουμπότρυπα: Οι θηλιές είναι μικρές και δεν κουμπώνει το παλτό.
2. είδος παγίδας, βρόχι.
3. πόντος, κόμπος στο πλέξιμο: Μετράει τις θηλιές όταν πλέκει. – Της έφυγαν δυο θηλιές κι έγινε τρύπα στην κάλτσα της.
4. φρ., «Bάζω τη θηλιά στο λαιμό κάποιου», τον πιέζω, τον φέρνω σε αδιέξοδο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θηλιά — Βραχονησίδα (υψομ. 9 μ.) των Επτανήσων. Βρίσκεται Α της Λευκάδας, στη βόρεια είσοδο του στενού του Μεγανησιού. Υπάγεται διοικητικά στον νομό Λευκάδος. Ονομάζεται και Θηλιά. * * * η βλ. θηλειά …   Dictionary of Greek

  • αψίδα — Κάθε καμπύλο ή τοξοειδές κατασκεύασμα από πέτρες ή τούβλα. Στην εκκλησιαστική αρχιτεκτονική, α. λέγεται η κόγχη των ναών. Η λέξη α. είχε στην αρχαία ελληνική άλλη σημασία και χαρακτήριζε κυρίως το δίχτυ, αλλά και τον βρόχο και τη θηλιά. Η λέξη… …   Dictionary of Greek

  • αγχόνη — η (Α ἀγχόνη) ικρίωμα με κινητό βρόχο (θηλιά), ο οποίος περνιέται από τον λαιμό τού καταδίκου και προξενεί τον πνιγμό του, αφού αφαιρεθεί βίαια το υποπόδιο, πάνω στο οποίο στέκεται νεοελλ. σκοινί, θηλιά, βρόχος απαγχονισμού αρχ. στραγγαλισμό με… …   Dictionary of Greek

  • βρόχι — το (Μ βρόχιον και βρόχιν) [βρόχος] 1. μικρός βρόχος, θηλιά 2. θηλιά από τρίχες αλογοουράς, με την οποία συλλαμβάνονται από τον λαιμό πουλιά ή μικρά τετράποδα ζώα νεοελλ. πληθ. βρόχια, τα 1. τεχνάσματα, πλεκτάνες 2. θέλγητρα …   Dictionary of Greek

  • κυνήγι — Η καταδίωξη άγριων ζώων με σκοπό τον φόνο ή τη σύλληψή τους στο φυσικό τους περιβάλλον. Πρωταρχικό κίνητρο του κυνηγού υπήρξε η προμήθεια τροφής· αργότερα ο κυνηγός χρειαζόταν επίσης τα δέρματα, τα οστά και τις τρίχες των θηραμάτων για την… …   Dictionary of Greek

  • αγχόνη ή κρεμάλα — Όργανο για την εκτέλεση θανατικών ποινών. Αποτελείται συνήθως από δύο κάθετα δοκάρια σε σχήμα κεφαλαίου γάμα (Γ). Από τη μια άκρη του οριζόντιου δοκαριού κρεμιέται το σκοινί με τη θηλιά, ο βρόχος. O μελλοθάνατος ανεβαίνει σε κινητό βάθρο που… …   Dictionary of Greek

  • Taphische Inseln — Lage der einzelnen Inseln Die Tilevoides (griechisch Τηλεβόιδες (f. pl.), auch Taphische Inseln) sind eine Inselgruppe innerhalb der Ionischen Inseln. Sie befinden sich zwischen der Insel Lefkada und dem östlich gelegenen Festland und gehören… …   Deutsch Wikipedia

  • Tilevoides — Lage der einzelnen Inseln Die Tilevoides (griechisch Τηλεβόιδες (f. pl.), auch Taphische Inseln) sind eine Inselgruppe innerhalb der Ionischen Inseln. Sie befinden sich zwischen der Insel Lefkada und dem östlich gelegenen Festland. Die… …   Deutsch Wikipedia

  • Μυκήνες — I Η σημαντικότερη προϊστορική πόλη της Ελλάδας. Βρίσκεται στον βορειοανατολικό μυχό της αργολικής πεδιάδας και υπήρξε κέντρο ενός από τους μεγαλύτερους προϊστορικούς πολιτισμούς, ο οποίος διήρκεσε από το 1600 έως το 1100 π.Χ. Ιδρυμένη σε σπουδαίο …   Dictionary of Greek

  • άμμα — ἅμμα, το (Α) κάθε τι που είναι δεμένο ή κατάλληλο για δέσιμο: 1. κόμπος 2. βρόχος, θηλιά 3. σκοινί ή ταινία 4. κάλυκας άνθους 5. κότσος γυναικείας κόμης 6. κρίκος αλυσίδας 7. στον πληθ. τὰ ἅμματα οι λαβές στην πάλη και τα χέρια τού παλαιστή 8.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”